Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οἱ Κατιλίνα ς

См. также в других словарях:

  • Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Κικέρων — (Marcus Tullius Cicero, Αρπίνο 106 π.Χ. – 43 π.Χ.). Ρωμαίος ρήτορας, συγγραφέας και πολιτικός. Καταγόταν από οικογένεια πληβείων, η οποία είχε προαχθεί στην τάξη των ιππέων. Το όνομα Cicero προέρχεται πιθανότατα από κάποιο προγονικό παρατσούκλι… …   Dictionary of Greek

  • Κατιλίνας, Λεύκιος Σέργιος — (Lucius Sergius Catilina, 108; π.Χ. – Πιστωρία 62 π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός. Έγινε γνωστός από τη συνωμοσία που φέρει το όνομά του. Καταγόταν από οικογένεια πατρικίων που είχε χάσει την περιουσία της και ήταν οπαδός και δραστήριος συνεργάτης του… …   Dictionary of Greek

  • Σαλλούστιος Κρίσπος, Γάιος — (Sallustius Crispus). Λατίνος ιστορικός (Αμιτέρνον, Σαβίνη 86 π.Χ. Ρώμη 35 π.Χ.). Το 50 αποπέμφθηκε από τη Σύγκλητο λόγω ανηθικότητας, αλλά, αφού αποκαταστάθηκε από τον Καίσαρα, έγινε ταμίας και αργότερα πραίτορας και διοικητής της Αφρικής, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Αυρηλία — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Κόρη του Αυρήλιου Κότα, μητέρα του Ιουλίου Καίσαρα. 2. Σύζυγος του Κατιλίνα, που ανάγκασε τον άνδρα της να σκοτώσει τον γιο του από τον πρώτο γάμο. 3. Φαντίλα. Κόρη του Αντωνίνου Πίου. Γνωστή για… …   Dictionary of Greek

  • Καίσαρ, Γάιος Ιούλιος — (Gaius Julius Caesar, Ρώμη 100 – 44 π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός, πολιτικός, συγγραφέας και δικτάτορας της Ρώμης. Καταγόταν από το Ιούλιο γένος. Από τον θείο του, Μάριο, προσηλυτίστηκε στο πολιτικό στρατόπεδο των πληβείων. Η τοποθέτησή του στο πλευρό …   Dictionary of Greek

  • Κάτων, Μάρκος Πόρκιος, ο Νεότερος — (Marcus Porcius Cato, 95; – Ουτίκη 46 π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός και φιλόσοφος. Από τον τόπο του θανάτου του έχει λάβει την προσωνυμία Uticensis. Ήταν δισέγγονος του Κάτωνα του Τιμητή (βλ. λ., παρακάτω). Ήταν άνθρωπος με αυστηρή και άκαμπτη… …   Dictionary of Greek

  • Κλώδιος, Πόπλιος Άππιος — (93 π.Χ. – 52 π.Χ.). Ρωμαίος δημαγωγός. Καταγόταν από την Κλαυδία γενεά των πατρικίων και σύντομα αναδείχθηκε σε παράφρονα ταραξία. Ήταν ο πρώτος της γενεάς, ο οποίος μετέτρεψε το όνομά του, κατά την ορθογραφία και την προφορά, για να του δώσει… …   Dictionary of Greek

  • Κράσσος — (Crassus). Επώνυμο οικογένειας πληβείων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Λούκιος Λικίνιος (Lucius Licinius, 140 – 91 π.Χ.). Νομομαθής πολιτικός. Διετέλεσε διαδοχικά τριττύαρχος (107 π.Χ.), ύπατος (95 π.Χ.) και τιμητής (92 π.Χ.). Λόγω της ευγλωττίας του… …   Dictionary of Greek

  • Ορτήνσιος — Επώνυμο ρωμαϊκής οικογένειας. 1. Λεύκιος Ο. Πραίτορας. Στον πόλεμο εναντίον του βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα, διορίστηκε αρχηγός του πολεμικού στόλου. Λεηλάτησε και κατέστρεψε πολλές πόλεις της Θράκης και έδειξε ιδιαίτερη σκληρότητα προς τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»